βραχέως
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (Woodhouse)
(see also: βραχύς) in a few words, in a small way, shortly
Spanish
abreviadamente, brevemente, en definitiva, en dos palabras, en muy pocas palabras, en pocas palabras, en resumen, en suma, resumidamente
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de courte durée;
2 brièvement, en peu de mots;
Cp. βραχύτερα, Sp. βραχύτατον.
Étymologie: βραχύς.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχέως: (compar. βραχυτέρα и βραχυτέρως)
1 редко, изредка, мало (πολέμους ἐπ᾽ ἀλλήλους ἐπιφέρειν Thuc.);
2 кратко, вкратце (ἀπολογεῖσθαι Xen.).