εὐκοινώνητος

Revision as of 18:13, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

English (LSJ)

ον, easy to deal with, εἰς χρήματα Arist.EN1121a4, cf. Them.Or.22.269c.

German (Pape)

[Seite 1075] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se prête à des relations, qui communique volontiers;
2 p. ext. accommodant, sociable.
Étymologie: εὖ, κοινωνέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκοινώνητος: с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ ἐλευθέριος εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκοινώνητος: -ον, εὔκολος εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐκοινώνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός
αρχ.
αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή» (< κοινωνώ)].

Greek Monotonic

εὐκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), αυτός με τον οποίο εύκολα κάποιος συναλλάσεται, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὐ-κοινώνητος, ον κοινωνέω
easy to deal with, Arist.