ἐνσημαίνομαι
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
French (Bailly abrégé)
1 signifier, montrer, témoigner;
2 signifier, faire savoir;
3 marquer un signe : τύπον τινί PLAT marquer une empreinte dans l'âme ou dans l'esprit de qqn;
4 se faire des signes l'un à l'autre.
Étymologie: ἐν, σημαίνω.
Greek Monotonic
ἐνσημαίνομαι: μέλ. -ᾰνοῦμαι· Μέσ., εκδηλώνομαι, γνωστοποιούμαι, κοινολογούμαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -ᾰνοῦμαι
Mid. to intimate, Xen.