δοχμός
From LSJ
Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an
English (LSJ)
όν (Delph. ά, όν, v. infr.),
A = δόχμιος 1, δοχμὼ ἀΐσσοντε rushing on slantwise, Il.12.148; δοχμοὶ μῆτραι lying obliquely, Hp.Mul. 2.141; δ. ἀπὸ προβολῆς κλινθείς Theoc.22.120; δ. ἀνακρούων θηρὸς πάτον Nic.Th.479; ἁ ὁδὸς ἁ δοχμά the cross-road, Klio 16.170 (Delph., ii B. C.). II = δόχμιος 11, συζυγία Sch.Ar.Ach.283.