τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
(=περιμένω μέ ἀγωνία καί προσοχή). Ἀπό τό κάρα, τό (=κεφάλι) + δοκεύω (παραμονεύω).