πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ης (ἡ) :ion. c. χλαῖνα.
η, Νβλ. χλαίνα.
ἡ (=πανωφόρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν Μικρασιατική ἡ προέλευσή της. Ἀρχικά ἦταν χλαν+jα = χλαῖνα = χλαίνη.