κεραυνομάχας
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui combat armé de la foudre.
Étymologie: κεραυνός, μάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνομάχας -ου Dor. [κεραυνός, μάχομαι] die met zijn bliksem strijdt.