συνομολογία

Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ἡ, concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] instemming.

Russian (Dvoretsky)

συνομολογία:соглашение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνομολογῶ
συμφωνία, συναίνεση.

German (Pape)

ἡ, Beistimmung, Übereinkunft, Plat. Soph. 252a und öfter.