Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάκορος

From LSJ
Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκορος Medium diacritics: διάκορος Low diacritics: διάκορος Capitals: ΔΙΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: diákoros Transliteration B: diakoros Transliteration C: diakoros Beta Code: dia/koros

English (LSJ)

ον, satiated, c. gen., ἀλλήλων X.Lac.1.5: abs., σῶμα δ. Plu.2.006a: saturated with rain, Hdt.3.117; δ. ἤδη τοῦτο this is quite enough, Gal.7.49S. Adv. -ρως immoderately, πίνειν D.C.68.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1saciado, harto ἐπεὰν δ. ἡ γῆ ... γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Hdt.3.117, cf. Thphr.CP 2.1.5 (cód.), σῶμα Plu.2.995f
c. gen. ἀλλήλων ref. a marido y mujer, X.Lac.1.5.
2 suficiente διάκορον μὲν γὰρ ἤδη τοῦτο pues con esto ya es suficiente Gal.7.498.
II adv. -ως hasta la saciedad, inmoderadamente τοῦ ... οἴνου δ. ἔπινε D.C.68.7.4, ὁ ... Δημοσθένης ... φεύγει τὸ κεχρῆσθαι ταύταις δ. Syrian.in Hermog.1.64.24, cf. Poll.5.151.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 complètement rassasié de, gén.;
2 fig. dégoûté de, gén..
Étymologie: διά, κόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκορος -ον [διά, κόρος] verzadigd.

Russian (Dvoretsky)

διάκορος:
1 насыщенный: ἐπεὰν δ. ἡ γῆ γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ Her. когда земля вдоволь напитается водой;
2 пресытившийся: διάκοροι ἀλλήλων Xen. надоевшие друг другу.

Greek Monolingual

διάκορος, -ον (Α)
1. ο διακορής
2. αρκετός
3. διάβροχος, καταμουσκεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κόρος.

Greek Monotonic

διάκορος: -ον, κορεσμένος, πλήρης, τινός με κάτι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

διάκορος: -ον, κεκορεσμένος, πλήρης, τινὸς Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Λακ. 1, 5. - Ἐπίρρ. -ρως, ἀμέτρως, Δίων Κ. 68. 7.

Middle Liddell

διά-κορος, ον
satiated, glutted, τινός with a thing, Hdt.

German (Pape)

διακορής; ἐὰν ἡ γῆ δ. γένηται πιοῦσα τὸ ὕδωρ Her. 3.117; ἀλλήλων, überdrüssig, Xen. Lac. 1.5.
• Adv. διακόρως, DC. 68.7.