Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διακορής

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακορής Medium diacritics: διακορής Low diacritics: διακορής Capitals: ΔΙΑΚΟΡΗΣ
Transliteration A: diakorḗs Transliteration B: diakorēs Transliteration C: diakoris Beta Code: diakorh/s

English (LSJ)

διακορές, = διάκορος, τινός Pl.Lg.629b, Max.Tyr.7.6, D.C.61.13, Jul.Or.2.65d: abs., Plu.Lyc.15.

Spanish (DGE)

-ές
1 completamente saciado, harto ref. a pers. y anim. τρέφειν καὶ διακορεῖς ποιεῖν Pl.Lg.810e, ὑπὸ πλήθους ὧν ἐνεφορήσαντο διακορεῖς Ph.1.388, cf. Plu.Lyc.15, gener. c. gen. de cosa αὐτῶν (τῶν ποιημάτων) Pl.Lg.629b, ὄψεών τε καὶ ὀσμῶν Ph.2.479, κρεῶν Plu.2.974c, τοῦ χρήματος Max.Tyr.1.6, δ. μέθης οὖσα completamente borracha D.C.61.13.3, λαμπρᾶς ... πομπῆς Iul.Or.3.65d, cf. Poll.5.151
tb. c. gen. de pers. αὐτῶν Aristid.Or.9.14, c. part. διακορεῖς ἐγένοντο ὑβρίζοντες Ael.VH 9.8.
2 fig. de abstr. colmado, culminado κίνησις δ. καὶ πλήρης Plot.6.7.16, c. gen. ἐν τῷ ὄντι ... ὡς ... διακορεῖ τοῦ εἶναι ὅ ἐστι Dam.in Phlb.244
fig. de pers. muy versado τῶν φιλοσόφων λόγων Marin.Procl.11, cf. Simp.in Cael.80.14.

German (Pape)

[Seite 583] ές, ganz gesättigt, voll; τινός, von etwas, Plat. Legg. I, 629 b; auch τινί, Plut. Lyc. 15; vgl. B. A. 48.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
complètement rassasié.
Étymologie: cf. διάκορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακορής -ές [διάκορος] verzadigd.

Russian (Dvoretsky)

διακορής: полностью насыщенный, пресыщенный (τινος Plat. и τινι Plut.).

Greek Monolingual

διακορής, -ές (Α)
1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος
2. ο υπερβολικά γεμάτος
3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κορής < κόρος.

Greek Monotonic

διακορής: -ές, = διάκορος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διακορής: -ές, = διάκορος, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 629Β· τινὶ Πλούτ. Λυκ. 15.

Middle Liddell

διακορής, ές = διάκορος, Plat.]

English (Woodhouse)

satiated with, sick of, surfeited with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)