κιττοφόρος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
Attic for κισσοφόρος.
Greek Monolingual
κιττοφόρος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιττοφόρος -ον, ook κισσοφόρος [κιττός, φέρω] met klimop getooid.