ἡγεμονικῶς
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à la façon d'un général;
2 comme il convient à un général, en général.
Étymologie: ἡγεμονικός.
Russian (Dvoretsky)
ἡγεμονικῶς: как подобает начальнику (τὴν συμφορὰν ὑπομένειν Plut.): ἡ. χρῆσθαί τισι Arst. руководить кем-л.; ἡ. ἔχειν Plut. обладать верховенством.