οἰνίζομαι
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
French (Bailly abrégé)
impf. poét. οἰνιζόμην, ao. part. οἰνισάμενος;
1 apporter du vin;
2 puiser du vin pour soi.
Étymologie: οἶνος.
English (Autenrieth)
(ϝοῖνος), ipf. οἰνίζοντο: supply oneself with wine. (Il.)
Greek Monotonic
οἰνίζομαι: Μέσ., προμηθεύομαι κρασί με ανταλλαγή, αγοράζω κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνίζομαι:
1 покупать или выменивать вино (χαλκῷ Hom.);
2 (о вине), доставать, приносить, (οἶνον ἐκ μεγάρων Hom.).