ἀμφοτερόπλους

Revision as of 11:17, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

English (LSJ)

-ουν, contr. for ἀμφοτερόπλοος.

German (Pape)

[Seite 146] ουν, von beiden Seiten zu umschiffen, γῆ Poll. 9, 18, oder zu beiden Seiten schiffbar, B. A. 202; τὸ ἀμφοτερόπλουν, sc. ἀργύριον od. δάνειον, Geld auf Bodmerei für die Hin- u. die Rückfahrt ausgelichen, so daß der Gläubiger Capital u. Zinsen erst nach der Rückfahrt erhält, vgl. ἑτερόπλουν Dem. 34, 6 u. öfter. S. Böckh Staatshaush. I p. 147.

Greek Monolingual

ἀμφοτερόπλους, -ουν (Α)
1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός)
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν
ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -πλοῦς < πλοῦς.