πλευστός
From LSJ
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
Greek Monolingual
-ή, -ό Ν πλέω
1. πλωτός
2. το ουδ. ως ουσ. το πλευστό(ν)
α) η πλευστότητα
β) η μονοστρωματική βιοκοινωνία οργανισμών που πλέουν κάτω από την επιφάνεια τών νερών, όπως είναι λ.χ. οι μέδουσες.