ναυτοδάνειο

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

το
1. δάνειο σε πλοιοκτήτη ή σε φορτωτή με την ευκαιρία ναυτικής επιχείρησης του οποίου η επιστροφή εξαρτάται από την αίσια έκβαση που αυτή θα έχει
2. μτφ. δανεικά κι αγύριστα, θαλασσοδάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + δάνειο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].