ὀψωνητικός
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
English (LSJ)
ή, όν, of or for purveying, τέχνη Ath. 6.228c, 7.313f.
German (Pape)
[Seite 434] ή, όν, zum Einkaufen der Speisen, bes. Fische gehörig; ἡ ὀψωνητική, sc. τέχνη, die Kunst, Fische gut einzukaufen. Ein Buch darüber vom Samier Lynkeus citirt Ath. VII, 313 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀψωνεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν τροφῶν, τέχνη Ἀθήν. 228C, 313F.
Greek Monolingual
ὀψωνητικός, -ή, -όν (Α) οψωνητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών.