θυλακίσκος

Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ὁ,= A θυλάκιον 1, bread-basket, Ar.Fr.545, Crates Com.14. II = θυλάκιον ΙΙ, Dsc.2.106.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, dim. zu θύλακος, bes. Brotsack, Ar. bei Poll. 10.151; Crates Ath. VI.267f.

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκίσκος: ὁ Arph. = θυλάκιον.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίσκος: ὁ, = τῷ προηγ. Ι, καλάθιον ἄρτου, «σακκοῦλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464, Κράτης ἐν Θηρ. 1· β΄ ὑποκορ. θυλακίσκιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. = θυλάκιον, Διοσκ. 2. 128.

Greek Monolingual

θυλακίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι ψωμιού, σακούλι
2. θυλάκιο, μικρός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, οβελίσκος)].