συρρίπτω
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
throw together, κώμας εἴκοσι εἰς πόλιν D.S.15.72.
German (Pape)
[ῑ], zusammenwerfen, DS. 15.72.
Russian (Dvoretsky)
συρρίπτω: досл. сбрасывать в кучу, перен. соединять, включать (κώμας τετταράκοντα εἰς τὴν πόλιν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συρρίπτω: ῥίπτω ὁμοῦ, ἑνώνω, κώμας μ’ εἰς πόλιν Διόδ. 15. 72.