ἡδοσύνη

From LSJ
Revision as of 16:04, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδοσύνη Medium diacritics: ἡδοσύνη Low diacritics: ηδοσύνη Capitals: ΗΔΟΣΥΝΗ
Transliteration A: hēdosýnē Transliteration B: hēdosynē Transliteration C: idosyni Beta Code: h(dosu/nh

English (LSJ)

ἡ,= ἡδονή, Dor. ἁδοσύνα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδοσύνη: ἡ, = ἡδονή, Δωρ. ἁδ- παρ’ Ἡσύχ.· πρβλ. πημονή, πημοσύνη.

Greek Monolingual

ἡδοσύνη, δωρ. τ. ἁδοσύνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονή, αναλογικά προς τα θηλυκά σε -σύνη (πρβλ. ευφροσύνη)].