διαβόλως
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
French (Bailly abrégé)
adv.
en termes malveillants ou calomnieux.
Étymologie: διάβολος.
Russian (Dvoretsky)
διαβόλως: клеветнически Thuc.
English (Woodhouse)
(see also: διάβολος) calumniously