συνθρανόω
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ruiner de fond en comble.
Étymologie: σύν, θραύω.
Russian (Dvoretsky)
συνθρᾱνόω: разрушать, сокрушать: συντεθράνωται ἅπαν Eur. рухнуло все (здание).
German (Pape)
[ᾱ], zerbrechen, zertrümmern, συντεθράνωται ἅπαν δῶμα, Eur. Bacch. 633.