δεῖρος

From LSJ
Revision as of 12:04, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " • Diccionario Micénico: " to "<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> ")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖρος Medium diacritics: δεῖρος Low diacritics: δείρος Capitals: ΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: deîros Transliteration B: deiros Transliteration C: deiros Beta Code: dei=ros

English (LSJ)

εος, τό, A = δειρή, Euph.38 (pl.). II = δειράς, Hsch.

Spanish (DGE)

-εος, τό
1 cuello, Γαιζῆται περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. δέρη.
2 δεῖρος· λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος Hsch., cf. δειράς.
• Diccionario Micénico: de-wi-jo (?).

Greek Monolingual

δεῖρος, το (Α)
1. δειρή
2. δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του δειράς είτε προήλθε από το σύνθ. υψί-δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].