ἀπόρριψις
English (LSJ)
εως, ἡ, throwing off, ἱματίων Hp.Acut.42(pl.), cf. Luc.Symp.15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de quitarse, despojarse de τῶν ἱματίων ἀπορρίψιες Hp.Acut.42.
2 acción de arrojar al suelo, caída de monedas, Luc.Symp.15.
German (Pape)
[ρῑ], ἡ, das Weg-, Verwerfen, Sp.
Greek Monolingual
η (Α ἀπόρριψις) απορρίπτω
νεοελλ.
1. άρνηση, αποδοκιμασία
2. (για μαθητές) η μη προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή η μη εισαγωγή σε σχολείο ή σχολή
αρχ.
φρ. «ἀπόρριψις ἱματίων» — το να βγάζει κανείς τα ρούχα του.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρριψις: -εως, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, ἱματίων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.