τίλαι

From LSJ
Revision as of 09:52, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

German (Pape)

[Seite 1113] αἱ, das Zerrupfte, Flocken, flockenartig in der Luft herumfliegende Kärperchen, wie Sonnenstäubchen, Plut. Symp. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
petits flocons de laine, duvet, peluche.
Étymologie: τίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

τίλαι: -αἱ, μικρὰ ψήγματα καὶ θραύματα, «ὑπὸ τοῦ ἡλίου λέγοντα (δηλ. τὸν Ἀναξαγόραν) κινεῖσθαι τὸν ἀέρα κίνησιν τρομώδη καὶ παλμοὺς ἔχουσαν, ὡς δῆλόν ἐστιν διὰ τοῦ φωτὸς ἀεὶ διᾴττουσι ψήγμασι μικροῖς καὶ θραύμασιν, ἃ δή τινες τίλας καλοῦσι» Πλούτ. 2. 722A· πρβλ. τίλος.

Russian (Dvoretsky)

τίλαι: ῶν αἱ пушинки, пылинки, соринки Plut.