ἄταφος

Revision as of 19:36, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

English (LSJ)

ον, A unburied, Hdt.9.27, S.Ant.29, OC1732 (lyr.), Th.2.50, etc. II ἄταφοι πράξεις = modes of refusal of burial, Pl.Lg.960b.

Spanish (DGE)

(ἄτᾰφος) -ον
1 privado de sepultura, insepulto de pers., gener. como predicativo ἐᾶν ... ἄταφον S.Ant.29, ἄταφος ἔπιτνε S.OC 1732, ἀτάφους κειμένους Hdt.9.27, φορούμενος ... ἄταφος E.Hec.30, πολλῶν ἀτάφων γενομένων Th.2.50, ἄταφον τὸ σῶμα αὐτοῦ ῥῖψαι D.C.44.35.1, cf. E.Supp.540, Pl.Lg.873c, Isoc.4.55, D.Chr.11.36, 64.3, D.S.4.65, Philostr.Her.34.10, Lyd.Mag.3.70, IEphesos 4135.10 (VI d.C.), ἀτάφους ἐποίησαν (los) declararon privados de sepultura Lys.12.21
subst. οἱ ἄταφοι = cadáveres insepultos κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων ἔθαπτον X.An.6.5.6, ὁ πλῆθος ἀτάφων ἐκρίψας LXX 2Ma.5.10
τὸ ἄταφον = privación de sepultura Hld.2.5.2.
2 que niega la sepultura de abstr. ἄταφοι πράξεις Pl.Lg.960b
ἄταφος τάφος = sepultura no respetada Euph.38c.59.

German (Pape)

[Seite 384] unbeerdigt, Soph. O. C. 1729 Eur. Phoen. 1624 Her. 9, 27 Thuc. 2, 50 u. Folgd.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
privé de sépulture ; ἄταφον ποιεῖν τινα LYS déclarer qqn privé de sépulture.
Étymologie: , τάφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄταφος, -ον) θάπτω
άθαφτος
αρχ.
φρ. «ἄταφοι πράξεις» — η άρνηση των τελετών της ταφής.

Greek Monotonic

ἄτᾰφος: -ον, άταφος, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτᾰφος: оставленный без погребения Her., Soph., Thuc., Lys., Xen., Plut.: ἄταφοι πράξεις Plat. = ἀταφία.

Middle Liddell

unburied, Hdt., attic