feúra
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Spanish > Greek
εἰδέχθεια, ἀκοσμία, αἶσχος, δυσμορφία, ἀμορφία, δυσχέρεια, ἀπρέπεια, ἀσχημοσύνη, αἶσχρος, αἰσχρότης, δυσπρέπεια, τὸ ἄσχημον, τὸ ἀπρεπές, δυσείδεια, ἀηδία, τὸ εἰδεχθές, τὸ ἀκαλλές