λωποδυτῶ

From LSJ
Revision as of 17:59, 16 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(Α λωποδυτῶ, λωποδυτέω) λωποδύτης<br />διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουρ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

λωποδυτῶ, λωποδυτέω) λωποδύτης
διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα
αρχ.
1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω
2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», Λουκιαν.)
3. μτφ. επιδίδομαι σε λογοκλοπία («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», Ανθ. Παλ.).