συνεπιφαίνομαι
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
French (Bailly abrégé)
se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφαίνομαι: одновременно выставляться напоказ, являться Plut.
German (Pape)
(φαίνω), mit dabei erscheinen, bei Plut. discr. ad. et am. 31 neben συνεπιφάσκω, wo Reiske συναποφαίνομαι vermutet.