συγκατασβέννυμι

Revision as of 12:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

English (LSJ)

help to extinguish, τὸν ἄκρατον Plu.2.648b:— Pass., συγκατασβέννυμαι = to be extinguished with, c. dat., ib.973d.

German (Pape)

[Seite 965] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, austilgen, τῇ ἀκοῇ συγκατεσβέσθαι τὴν φωνήν, Plut. sol. an. 19

French (Bailly abrégé)

éteindre avec.
Étymologie: σύν, κατασβέννυμι.

Greek Monolingual

ΜΑ
εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασβέννυμι «σβήνω εντελώς, καταπνίγω»].

Russian (Dvoretsky)

συγκατασβέννῡμι: досл. одновременно гасить, перен. ослаблять (τὸν ἄκρατον Plut.): συγκατεσβέσθαι Plut. (о слухе или голосе) одновременно замереть, прекратиться.