Λυδικός
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de la Lydie.
Étymologie: Λυδός.
Russian (Dvoretsky)
Λῡδικός: Her. = Λύδιος.
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
ή, όν :
de la Lydie.
Étymologie: Λυδός.
Λῡδικός: Her. = Λύδιος.