Λυδικός

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la Lydie.
Étymologie: Λυδός.

Russian (Dvoretsky)

Λῡδικός: Her. = Λύδιος.