Λυδικός
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de la Lydie.
Étymologie: Λυδός.
Russian (Dvoretsky)
Λῡδικός: Her. = Λύδιος.
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
ή, όν :
de la Lydie.
Étymologie: Λυδός.
Λῡδικός: Her. = Λύδιος.