Τυνδάρειος

From LSJ
Revision as of 12:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Tyndare.
Étymologie: Τυνδάρεος.

Greek Monolingual

-α, -ον, θηλ. και -ος, Α Τυνδάρεος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδάρειος: и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.