δορυπαγής

Revision as of 13:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

[ῠ], ές, compact of beams, νῆας A.Supp.743 (lyr.):—Ion. δουροπ- Opp.H.1.358.

Spanish (DGE)

(δορῠπᾰγής) -ές
de maderas bien ensambladas νῆες A.Supp.743. Cf. δουροπαγής.

German (Pape)

[Seite 660] ές, aus Balken zusammengefügt; νῆες Aesch. Suppl. 794; vgl. δουροπαγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

δορυπᾰγής: v.l. = δοριπαγής.

Greek (Liddell-Scott)

δορῠπᾰγής: -ές, συμπεπηγμένος ἐκ δοκῶν, νῆας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743, πρβλ. δρυοπαγής· ― Ἰων. δουροπ-, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358.

Greek Monolingual

δορυπαγής και δουροπαγής, -ές (Α)
(για πλοίο) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα.