δυσσύνετος
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, ξυνίημι.
Spanish (DGE)
v. δυσξύνετος.
Russian (Dvoretsky)
δυσσύνετος: v. l. = δυσξύνετος.
ος, ον :
difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, ξυνίημι.
v. δυσξύνετος.
δυσσύνετος: v. l. = δυσξύνετος.