δυσσύνετος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Spanish (DGE)

δυσξύνετος, -ον
• Alolema(s): δυσσύνετος X.Mem.4.7.3, Porph.VP 57, Iambl.VP 252
1 difícil de entender, difícil de descifrar δυσξύνετον ... μέλος ... Σφιγγός E.Ph.1506, διαγράμματα X.l.c., θνῄσκω δυσξυνέτῳ δαίμονι χρησάμενος muero víctima de un demon de incomprensibles designios, CEG 557.4 (Atenas IV a.C.), cf. Porph.l.c., Iambl.l.c.
2 que tiene dificultad para entender τὸ τοὺς λόγους ἐν φιλοσοφίᾳ κρῖνον ... δυσξύνετον ἔσται τῶν λεγομένων lo que juzga argumentos en filosofía tendrá un conocimiento escaso de lo dicho Plu.2.1000c
neutr. subst. τὸ δυσξύνετον = falta de inteligencia de los animales, Plu.2.975f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, ξυνίημι.

Russian (Dvoretsky)

δυσξύνετος: или δυσσύνετος
1 трудный для понимания, непонятный (μέλος Σφιγγός Eur.; διαγράμματα Xen.);
2 плохо понимающий (τῶν λεγομένων Plut.).

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий