νυκτίνομος
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche sa pâture la nuit.
Étymologie: νύξ, νέμω.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίνομος: v. l. νυκτινόμος 2 (ῐ) питающийся ночью, кормящийся ночной охотой (ἀετοὶ καὶ ἱέρακες, ζῷα Plut.; ὄρνιθες Sext.).
German (Pape)
bei Nacht weidend, auf den Fraß ausgehend; Arist. H.A. 9.17; ἀετοὶ καὶ ἱέρακες καὶ τὰ νυκτίνομα, Plut. quaest. rom. 93, wo νυκτινόμα akzentuiert ist; ζῷα, Symp. 1.8.4; τοῖς νυκτινόμοις τῶν ὀρνίθων, S.Emp. adv.phys. 1.247.