ἐνναυπηγέω

From LSJ
Revision as of 16:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

German (Pape)

[Seite 846] darin Schiffe bauen, v. l. bei Thuc. 1, 13, für ναυπηγέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
]construire des vaisseaux dans.
Étymologie: ἐν, ναυπηγέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνναυπηγέω: (где-л.) строить корабли (λέγονται τριήρεις ἐν Κορίνθῳ ἐναυπηγηθῆναι Thuc. - v. l. к ναυπηγηθῆναι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναυπηγέω: ναυπηγῶ πλοῖον ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.

Spanish (DGE)

construir naves en en v. pas. ἐν Κορίνθῳ Th.1.13 (v.l.).