ὀρέσκιος

Revision as of 16:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

ον, = ὀρεσκῷος (lying on mountains, mountain-bred, wild), of Dionysus, AP 9.524.16.

German (Pape)

[Seite 372] von den Gebirgen beschattet, heißt Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16); E. M. 629, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]qui vit dans les montagnes ombreuses.
Étymologie: ὄρος, σκιά.

Russian (Dvoretsky)

ὀρέσκιος: осененный горами, т. е. обитающий в тенистых местах гор (эпитет Вакха) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀρέων σκιαζόμενος, Ἀνθολ. Π. 9. 524. 16.

Greek Monolingual

ὀρέσκιος, -ον (Α)
ορεσκώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. ὀρεσκῷος, πιθ. κατ' επίδραση της λ. σκιά.

Greek Monotonic

ὀρέσκιος: -ον (σκιά), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀρέ-σκιος, ον, [σκια]
overshadowed by mountains, Anth.