ὀρεσκῷος
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ὀρεσκῷον, (ὄρος, κεῖμαι) lying on mountains, mountain-bred, wild, of the Centaurs, Φῆρες Il.1.268; Κένταυροι Hes.Fr.79.5; αἶγες Od.9.155:—the Trag. form is ὀρεσκόος, ον, A.Th.532, E.Hipp.1277 (lyr.), Cyc.247; also in Archil. ap. Lex.Mess.p.409.
German (Pape)
[Seite 372] wie ὀρεσίκοιτος (von κεῖμαι), in den Bergen sein Lager habend, im Gebirge hausend; ἐμάχοντο φηρσὶν ὀρεσκῴοισι, Il. 1, 268, mit den Kentauren; αἶγες, Od. 9, 155; verschiedene Erklärungen der Alten s. beim Schol. zu der ersten Stelle u. Strab. VIII, 367; σκύλακες, Eur. Hipp. 1277.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a son gîte ou qui réside dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος, κο- pour κου- de *κοϜ-, κυϜ-, observer, surveiller.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσκῷος: -ον, (ὄρος, κεῖμαι) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἀνατραφείς, ὀρεινός, ἄγριος, ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Φῆρες Ἰλ. Α. 268, ἔνθα ἴδε Heyne· Κένταυροι Ἡσ. Ἀποσπ. 31. 5· αἶγες Ὀδ. Ι. 155· - ὁ παρὰ τραγικ. τύπος εἶναι ὀρέσκοος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 532, Εὐρ. Ἱππ. 1277, Κύκλ. 247.
Greek Monolingual
ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος
2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό ὀρεσ- (< ὄρος [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. κεῖμαι «βρίσκομαι, είμαι ξαπλωμένος». Το μακρό φωνήεν ῳ- του β' συνθετικού -κῷος (αντί ενός αναμενόμενου -κοῖος), το οποίο οφείλεται κατά μία άποψη σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].
Greek Monotonic
ὀρεσκῷος: -ον (κεῖμαι), αυτός που βρίσκεται στα βουνά, που έχει ανατραφεί στα βουνά, λέγεται για τους Κενταύρους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ.· στους Τραγ., ὀρέσκοος, -ον, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ὀρεσ-κῷος, ον, κεῖμαι
lying on mountains, mountainbred, of the Centaurs, Il.; of goats, Od.:—the Trag. form is ὀρέσκους, ουν, Aesch., Eur.
Frisk Etymology German
ὀρεσκῷος: (A 268, ι 155, Hes.Fr. 79, 5),
{oreskōĩos}
Forms: ὀρεσκόος (A., E.)
Meaning: in den Bergen hausend.
Etymology : Zusammenbildung von ὄρος (s.d.) und κεῖμαι mit ο-Abtönung (vgl. z.B. δορυσσόος zu σείω); die unregelmäßige Länge (vgl. aind. -śay-á- liegend) ist wahrscheinlich metr. bedingt, das Jota analogisch nach κοῖτος u.a. Bechtel Lex. s.v. will mit Fick -οι- für -ῳ- schreiben; s. noch Schwyzer 450 A. 4 und 679 A. 4 m. Lit. Eine Neubildung (nach den Adj. auf -ιος) ist ὀρέσκιος Bein. des Dionysos (AP), ebenso ὀρεσκεύω in Bergen wohnen (Nik.).
Page 2,414