ὑστριχίς

Revision as of 17:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (
A ὕστριξ III) whip for punishing slaves, Ar.Ra.619, Pax746 (anap.), cf. Poll.2.24, 3.79, Ph.2.287 (ὑστριχίσι with v.l. ὕστριξι dat. pl.).
II disease of the horse's tail, Hippiatr.59 tit.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fouet armé de pointes pour les esclaves.
Étymologie: ὕστριξ.

German (Pape)

ίδος, ἡ, eine Karbatsche, zur Züchtigung der Sklaven; Ar. Pax 646, Ran. 618; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ὑστρῐχίς: ίδος ἡ колючая плеть, кнут (с колючками) Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστρῐχίς: -ίδος, ἡ, (ὕστριξ ΙΙ), μάστιξ ἐξ ὑείων τριχῶν, δι’ ἧς ἐκόλαζον τοὺς δούλους, Ἀριστοφ. Βάτρ. 619, Εἰρ. 746, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24, Γ΄, 79. ΙΙ. νόσημα τῆς οὐρᾶς τοῦ ἵππου, καθ’ ὃ «γίνονται αἱ τρίχες ἐν τῇ οὐρᾷ ὑείαις παραπλήσιοι» Ἱππιατρ. σ. 170, 10.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
1. νόσος που προσβάλλει την ουρά τών αλόγων και κατά την οποία οι τρίχες της γίνονται σαν τις τρίχες του γουρουνιού
2. ο ύστριξ
αρχ.
μαστίγιο από γουρουνότριχες που χρησιμοποιούσαν για τιμωρία τών δούλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστριξ, -ιχος + κατάλ. -ίς, -ίδος
(πρβλ. πινακ-ίς)].

Greek Monotonic

ὑστρῐχίς: -ίδος, ἡ, μαστίγιο για την τιμωρία των δούλων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑστρῐχίς, ίδος, ἡ, [from ὕστριξ
a whip for punishing slaves, Ar.