κατάδεσις

Revision as of 18:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, A binding fast, Plu.2.771a. II binding by magic knots: hence, spells, enchantments, in plural, Pl.Lg.933a.

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, das An-, Festbinden, der Verband; Plut. amat. 25; neben ἐπῳδαί Plat. Legg. XI, 933 a; vgl. κατάδεσμος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de lier, d'attacher.
Étymologie: καταδέω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάδεσις -εως, ἡ [καταδέω 1] bezwering.

Russian (Dvoretsky)

κατάδεσις: εως ἡ
1 перевязь, повязка (τῆς κεφαλῆς Plut.);
2 магический узел (один из приемов античной магии) Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδεσις: -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. δέσις διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. κατάδεσμος.

Greek Monolingual

κατάδεσις, ἡ (Α) καταδέω (Ι)]
1. στερεό δέσιμο
2. δέσιμο κάποιου με μάγια
3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις
μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.).