πριονοειδής

From LSJ
Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

German (Pape)

[Seite 702] ές, sägenförmig, Diosc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de scie, dentelé.
Étymologie: πρίων, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πρίονα, Γαλην. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 147, κτλ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
ο όμοιος με οπριόνι, οδοντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + -ειδής].