ἱππωνεία
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
achat de chevaux, remonte.
Étymologie: ἱππωνέω.
Greek Monotonic
ἱππωνεία: ἡ, αγορά αλόγων, σε Ξεν.
German (Pape)
ἡ, Pferdekauf, Xen. Hipp. 1.12.
Russian (Dvoretsky)
ἱππωνεία: ἡ покупка лошадей Xen.