ποντοθήρης
English (LSJ)
ου, ὁ, one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui chasse sur mer : pêcheur.
Étymologie: πόντος, θηράω.
Russian (Dvoretsky)
Ποντοθήρης: ου ὁ морской охотник, т. е. рыболов Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ποντοθήρης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀγρεύων, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 193.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο-θήρης].
Greek Monotonic
ποντοθήρης: -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη θάλασσα, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
ποντο-θήρης, ου, ὁ,
one who fishes in the sea, Anth.