ποντοθήρης

Revision as of 09:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ου, ὁ, one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).

German (Pape)

[Seite 681] ὁ, Meerjäger, Fischer, Flacc. 4 (VI, 193).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse sur mer : pêcheur.
Étymologie: πόντος, θηράω.

Russian (Dvoretsky)

Ποντοθήρης: ου ὁ морской охотник, т. е. рыболов Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοθήρης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀγρεύων, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 193.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο-θήρης].

Greek Monotonic

ποντοθήρης: -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη θάλασσα, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

ποντο-θήρης, ου, ὁ,
one who fishes in the sea, Anth.