σφενδονητική
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de lancer la fronde.
Étymologie: σφενδόνη.
Russian (Dvoretsky)
σφενδονητική: ἡ (sc. τέχνη) искусство метания из пращи Plat.