σφενδονητική
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de lancer la fronde.
Étymologie: σφενδόνη.
Russian (Dvoretsky)
σφενδονητική: ἡ (sc. τέχνη) искусство метания из пращи Plat.