ἀλίνδω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
tardif p. ἀλινδέω;
ao. ἤλισα, pf. ἤλικα;
faire rouler.
Étymologie: DELG cf. εἰλέω.
Mantoulidis Etymological
ἤ ἀλινδῶ (=κυλίω, περιπλανιέμαι). Ἡ ρίζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ ἀλέω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλίνδησις, ἀλινδήθρα (=κυλίστρα).