ἀξιομάχως
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀξιόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιομάχως: с достаточными силами (συνεστηκέναι τινί Plut.).