ἀμεταδότως
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
French (Bailly abrégé)
adv.
sans partager avec autrui.
Étymologie: ἀ, μεταδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεταδότως: (ни с кем) не делясь (ζῆν ἀπανθρώπως καὶ ἀ. Plut.).